- χαρτοθέτης
- ο1) папка для рисунков и чертежей; 2) полигр, накладчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτοθέτης — ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν 1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση 2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θέτης. Η λ.… … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek